-
1 παρα-βάλλω
παρα-βάλλω (s. βάλλω), 1) bei Einem hinwerfen, vorwerfen, z. B. den Thieren Futter; Hom. in tmesi, wie man Il. 5, 369 παρὰ δ' ἀμβρόσιον βάλεν εἶδαρ ἵπποις, 8, 504 παρὰ δέ σφισι βάλλετ' ἐδωδήν, zu erkl. pflegt, obwohl auch hier παρά richtiger als Adverbium gefaßt wird; so Plat. Phaedr. 247 e, παρέβαλε τοῖς ἵπποις τὴν ἀμβροσίαν; u. Sp., παραβληϑῆναι τοῖς ϑηρίοις, D. C. 59, 10; auch παρέβαλε τοὺς ἀνϑρώπους τοῖς ὄχλοις, Pol. 40, 4, 2. – Auch vorhalten, zeigen u. dadurch anlocken, bes. med., Plut. Dion. 4. – 2) daneben, zur Seite hinwerfen, Thuc. 2, 77. 6, 99; dah. beim Würfelspiel, daneben, dagegen setzen, u. übertr., aufs Spiel setzen, wagen, bes. im med., αἰεὶ ἐμὴν ψυχὴν παραβαλλόμενος πολεμίζειν, immer mein Leben daransetzend, Il. 9, 322; vgl. πόρναισι καὶ κύβοισι παραβεβλημένος, preisgeben, Ar. Plut. 243; οἳ ἂν μὴ παῖδας παραβαλλόμενοι κινδυνεύσωσιν, Thuc. 2, 44; auch παραβάλλεσϑαι τὸν κίνδυνον, 3, 14, vgl. 3, 65; Folgde; παρεβάλλετο καὶ προςεκαρτέρει, Pol. 1, 70, 2; καὶ τολμᾶν, 18, 36, 2; τοῖς ὅλοις, Alles aufs Spiel setzen, 2, 26, 6; πρός τι, 1, 37, 9, wie Plut. Lucull. 2, u. c. intinit., Pelop. 8. – Nach den VLL. betrügen, täuschen, wie man Her. 1, 108 μηδὲ ἐμὲ παραβάλῃ u. Thuc. 1, 133 ὡς οὐδὲν πώποτε αὐτὸν ἐν ταῖς πρὸς βασιλέα διακονίαις παραβάλοιτο erklären kann; vgl. Alcae. com. bei Schol. Ar. Av. 1647. – 3) neben einander stellen, vergleichen, ὥςτε Ἀσίῃ παραβληϑῆναι, Her. 4, 198; ὁ ἔλεγχος παρὰ τὸν ἔλεγχον παραβαλλόμενος, Plat. Gorg. 475 e; gew. πρός τι, πρὸς ποῖον κτῆμα παραβαλλόμενος φίλος, Xen. Mem. 2, 4, 5; εἰ μὲν πρὸς ἕκαστον αὐτῶν τὰς πράξεις τὰς Εὐαγόρου παραβάλλοιμεν, Isocr. 9, 34; Sp. Hierher kann man auch ziehen Soph. O. C. 231, ἀπάτα δ' ἀπάταις ἑτέραις ἑτέρα παραβαλλομένα, an die Seite gestellt, vergolten; auch Eur. I. T. 1094, ἐγώ σοι παραβάλλομαι ϑρήνους (vgl. aber 1). – 4) auf die Seite werfen, seitwärts drehen, τὠφϑαλμώ, Ar. Nubb. 362; vgl. Plat. Conv. 221 b; u. Ar. Equ. 173, τὸν ὀφϑαλμὸν παράβαλλ' εἰς Καρίαν τὸν δεξιόν, τὸν δ' ἕτερον εἰς Καλχηδόνα; auch Aesch. frg. 292 bei Ath. VII, 303 c; τὴν κεφαλήν, den Kopf wohin richten, Plat. Phaed. 103 a, wie τὰ ὦτα, Rep. VII, 531 a; auch τοὺς γομφίους, Ar. Pax 34; παραβαλοῦ τὸ ϑυρίον τοῦ λόγου, mache die Thür zu, Plut. de fac. orb. lun. 26. – 5) bei Einem niederlegen, ihm Etwas anvertrauen, Her. 2, 154, u. im med., τὰ τέκνα παραβάλλεσϑαι, sich gegenseitig seine Kinder anvertrauen, 7, 10, 8 (s. unter 2); vgl. Λακεδαιμονίοις καὶ τύχῃ καὶ ἐλπίσι πλεῖστον δὴ παραβεβλημένοι καὶ πιστεύσαντες, Thuc. 5, 103; Sp., wie D. Sic. 12, 14 Plut. Cat. min. 44. – 6) intrans., wie das med., sich nähern, herangehen (vgl. 4 a. E.), οὐ παραβάλλεις, Plat. Lys. 203 b; εἰς τὸν τόπον, B. A. 112, wie Pol. 12, 5, 1 εἰς τὴν πόλιν, öfter; Plut. Demetr. 39; übertr., παραβάλλειν εἰς τὰς ἡδονάς, Arist. Eth. 7, 14; auch ὅταν παραβάλλωσιν ἀλλήλοις οἱ ἄρχοντες καὶ οἱ ἀρχόμενοι ἐν ὁδῶν πορείαις, wenn sie sich begegnen, Plat. Rep. VIII, 556 c, u. πρὶν ἂν τοῖς φιλοσόφοις ἀνάγκη τις ἐκ τύχης παραβάλῃ, VI, 499 b, wie accidit; bes. sich zu Schiffe nähern, übersetzen, παρέβαλε νηυσὶ ἰϑὺ Σκιάϑου, Her. 7, 179; im Ggstz von ἀπαίρειν, Arist. H. A. 8, 12; ταῖς ναυσὶν εἰς τὸν Ἑλλήςποντον παραβαλεῖν, Dem. 12, 16 (epist. Phil.), man ergänzt gew. ἑαυτόν; so auch Pol. παραβαλόντες τῇ 'Ρωμαϊκῇ πεντήρει, 15, 2, 12, vgl. 1, 22, 9, wie Ar. Ran. 180 das med. braucht, παραβαλοῦ, lege an, vgl. 269 Equ. 762; Thuc. transit., ναῠς παραβάλλεινἰς Ἰωνίαν, die Schiffe nach Ionien übersetzen, 3, 32. – Harpocr. führt aus Aesch. in Ctesiph. παραβάλοιτο an und erklärt παραπέμψαιτο.
-
2 γομφίος
-
3 γομφίος
γομφίος, Backenzahn (von γόμφος, der Gestalt wegen); τοὺς γομφίους ἅπαντας ἐξέκοψεν, so daß ich nicht eine Mandel knacken kann. Von dem Zahn am Schlüssel (Bart)
См. также в других словарях:
παραβάλλω — ΝΜΑ παραθέτω για σύγκριση, συγκρίνω, παραλληλίζω (α. «δεν μπορώ να παραβάλω την εργασία τους, γιατί είναι και τών δύο άριστη» β. «παραβαλόντες οὖν παρ ἀλλήλους σκεψώμεθα», Πλάτ.) μσν. αρχ. προσφέρω κάτι σε κάποιον ως δόλωμα για να τόν προσελκύσω… … Dictionary of Greek
άλογο — Λέγεται και ίππος και επιστημονικά ίππος ο ήμερος. Το ά., που είναι πολύ διαδεδομένο, είναι θηλαστικό περιττοδάχτυλο της υπόταξης των ιππομόρφων, της οικογένειας των ιππιδών. Το θηλυκό καλείται φοράδα ή φορβάς. Το σώμα του, με πολύ αρμονικές… … Dictionary of Greek
δοντιά — Όργανα της στοματικής κοιλότητας που ανήκουν στο πεπτικό σύστημα και εκτελούν την τομή και τη σύνθλιψη των στερεών τροφών. Μολονότι τα δ. αποτελούν χαρακτηριστικό στοιχείο των σπονδυλοζώων, μπορεί να ατροφήσουν και σε αυτά τα ζώα, οπότε… … Dictionary of Greek
μαρσιποφόρα — Τάξη ζωοτόκων θηλαστικών, η μοναδική της υφομοταξίας των μεταθηρίων. Τα μ. είναι διαδεδομένα στην Αυστραλία, στην Τασμανία, στην Ινδονησία και στην Αμερική, και οι τυπικότεροι αντιπρόσωποι τους είναι τα καγκουρό. Επιδεικνύουν μία μεγάλη ποικιλία… … Dictionary of Greek
πίθηκοι — Θηλαστικά διάφορων διαστάσεων και μορφών, που αποτελούν την τάξη των πρωτευόντων. Το κρανίο τους χαρακτηρίζεται από το ότι έχει τις κογχιακές κοιλότητες καθαρά ξεχωριστές από τις κροταφικές και στραμμένες προς τα εμπρός. Η οδοντοφυΐα είναι πλήρης … Dictionary of Greek
θηλαστικά — Ομοταξία σπονδυλωτών που περιλαμβάνει περίπου 3.000 γένη και 15.000 είδη, από τα οποία άλλα ζουν έως σήμερα και άλλα έχουν εκλείψει. Είναι ζώα ομοιόθερμα, με πνευμονική αναπνοή και πλήρες διάφραγμα, το οποίο χωρίζει τη θωρακική περιοχή, που… … Dictionary of Greek
πλατύρρινοι — Υποτάξη πιθήκων μέσου ή μικρού μεγέθους, που χαρακτηρίζονται από το πλάτος του ρινικού διαφράγματος και την απουσία γναθικών θυλάκων και τυλώσεων στα οπίσθια. Έχουν το μεγάλο δάχτυλο ελαφρά ή και καθόλου αντίθετο και ουρά ποικίλου μήκους,… … Dictionary of Greek
σαρκοφάγα — Τάξη αρπακτικών θηλαστικών που κυρίως τρέφονται με κρέας. Τα σ., που είναι διαδομένα σε όλη την υδρόγειο, σε πολύ διαφορετικές συνθήκες περιβάλλοντος, αν και διαφέρουν κατά τις διαστάσεις και τις μορφές, έχουν κοινά μερικά κύρια χαρακτηριστικά. Η … Dictionary of Greek
μουστελίδες — (mustelidae). Μεγάλη οικογένεια θηλαστικών της τάξης των σαρκοβόρων. Το μήκος των ζώων αυτών ποικίλλει ανάλογα με το είδος από 0,20 έως 1,50 μ.· το σώμα τους έχει σχήμα επίμηκες και καλύπτεται με πυκνό και απαλό τρίχωμα· τα πόδια έχουν 5 δάχτυλα … Dictionary of Greek
ελάφι — Αρτιοδάκτυλο μηρυκαστικό της οικογένειας των ελαφιδών, η οποία υποδιαιρείται σε τέσσερις υποοικογένειες: μοσχίνες, μουντιακίνες, οδοντοκοιλίνες και ελαφίνες. Η τελευταία περιλαμβάνει τα πραγματικά και χαρακτηριστικά ελάφια και τη δάμα. Τα ε.… … Dictionary of Greek
ρινόκερος — Κοινό όνομα με το οποίο χαρακτηρίζονται πέντε είδη μεγάλων οπληφόρων θηλαστικών, της οικογένειας των Ρινοκεροντιδών, της τάξης των περιττοδάκτυλων*. Τα ζώα αυτά ανήκουν σε τέσσερα γένη, δύο από τα οποία ζουν στην Αφρική, Ν της Σαχάρας, και δύο… … Dictionary of Greek